χαϊδευτικός

χαϊδευτικός
και χαδευτικός, -ή, -ό, Ν [χαϊδεύω]
θωπευτικός, αυτός που χαρακτηρίζεται από τρυφερότητα.
επίρρ...
χαϊδευτικά Ν
με χαϊδευτικό τρόπο, θωπευτικά, τρυφερά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαϊδευτικός — χαϊδευτικός, ή, ό και χαδευτικός, ή, ό επίρρ. ά θωπευτικός, τρυφερός: Προσπαθεί να την κερδίσει με τα χαϊδευτικά του λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θωπευτικός — ή, ό (Α θωπευτικός, ή, όν) [θωπευτής] 1. αυτός που είναι επιτήδειος στο να θωπεύει 2. αυτός που αρέσκεται στο να κολακεύει, γαλίφης νεοελλ. 1. τρυφερός, χαϊδευτικός 2. ελαφρός σαν χάδι, απαλός σαν χάδι («η πνοή τού αγγέλου θωπευτικωτέρα και τής… …   Dictionary of Greek

  • λογοκολάκευμα — λογοκολάκευμα, τὸ (Μ) κολακευτικός, χαϊδευτικός λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + κολάκευμα (< κολακεύω)] …   Dictionary of Greek

  • υποκοριστικός — ή, ό / ὑποκοριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑποκορίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υποκορισμό, αυτός που δηλώνει υποκορισμό, κολακευτικός, χαῑδευτικός·2. το ουδ. ως ουσ. το υποκοριστικό (ενν. όνομα) γραμμ. παράγωγο όνομα που δηλώνει υποκορισμό …   Dictionary of Greek

  • χαδευτικός — ή, ό, Ν βλ. χαϊδευτικός …   Dictionary of Greek

  • θωπευτικός — ή, ό επίρρ. ά τρυφερός, χαϊδευτικός: Θωπευτικοί λόγοι. – Την αγκάλιασε θωπευτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολακευτικός — ή, ό επίρρ. ά χαϊδευτικός, επαινετικός, τιμητικός: Σας ευχαριστούμε για τα κολακευτικά σας λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποκοριστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που εκφράζει υποκορισμό (βλ. λ.), σμικρυντικός, χαϊδευτικός, κολακευτικός: Υποκοριστική κατάληξη. 2. το ουδ. ως ουσ., υποκοριστικό παράγωγη λέξη που δηλώνει υποκορισμό, που παρασταίνει δηλαδή ως μικρό ό,τι σημαίνει ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαδευτικός — ή, ό βλ. χαϊδευτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”